ληκυθος

ληκυθος
    λήκυθος
    λήκῠθος
    ἥ
    1) флакон (для масла, благовоний и т.п.) Hom., Arph. etc.
    2) (лат. ampulla) напыщенность, высокопарность речи Cic.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ληκυθος" в других словарях:

  • λήκυθος — oil flask fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — η μικρό μυροφόρο αγγείο, συνήθως πήλινο, που το προόριζαν για τους νεκρούς: Στον τάφο δίπλα στα οστά βρέθηκε μια λήκυθος με μύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЛЕКИФ —    • Λήκυθος,          небольшая крепость на полуострове Сифонии в Халкидике, в западной части на морской косе; Брасид отнял ее у афинян и разрушил ее стены; н. Ая Кириаки. Thuc. 4, 113 …   Реальный словарь классических древностей

  • ληκύθοις — λήκυθος oil flask fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθου — λήκυθος oil flask fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθους — λήκυθος oil flask fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθων — λήκυθος oil flask fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληκύθῳ — λήκυθος oil flask fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθοι — λήκυθος oil flask fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθον — λήκυθος oil flask fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»